Η Κ.Α.Π. ξεκίνησε το 1957. Η επιρροή της, στους Ευρωπαίους αγρότες, καταναλωτές και φορολογούμενους πολίτες, ήταν τεράστια. Ο αρχικός της στόχος ήταν να δοθούν κίνητρα, για την αύξηση της παραγωγής αγροτικών προϊόντων. Ο στόχος αυτός επετεύχθη, πολύ γρήγορα, αλλά, δυστυχώς, η αδυναμία, η ανικανότητα, η απροθυμία των Συμβουλίων Υπουργών Γεωργίας, της Ευρωπαϊκής Ένωσης να την αναμορφώσουν και να την προσαρμόσουν, στα νέα δεδομένα, οδήγησε, στα στρεβλά αποτελέσματα, στα τέλη της δεκαετίας του 70 και τη δεκαετία του 80, όταν τρόφιμα στοιβάζονταν ή καταστρέφονταν. Οι τιμές των τροφίμων, εντός της Ε.Ε., είναι, συχνά, διπλάσιες και τριπλάσιες, από τις αντίστοιχες, στη διεθνή αγορά. Ο Ευρωπαϊκός προϋπολογισμός λυγίζει, κάτω από το κόστος της Κ.Α.Π. Οι Ευρωπαίοι καταναλωτές πληρώνουν την Κ.Α.Π., δυο φορές: ως φορολογούμενοι πολίτες, που επιδοτούν, με τους φόρους τους, την Κ.Α.Π. και ως καταναλωτές, που πληρώνουν ακριβά, τα τρόφιμά τους.
Την ίδια στιγμή, πλήττονται οι αγρότες των χωρών, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί η Ευρώπη «απέθετε» τα πλεονάσματα τροφίμων της, στις χώρες αυτές. Τα χρήματα της Κ.Α.Π. επωφελούνταν, κυρίως, οι ήδη πλούσιοι μεγαλοαγρότες, ενώ οι μικροί αγρότες «πετιόντουσαν» έξω από το επάγγελμα, με γρήγορους αλλά και αυξανόμενους ρυθμούς. Οι αναθεωρήσεις της Κ.Α.Π., τη δεκαετία του 90 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, άργησαν πολύ, αλλά, επιτέλους, το 2003, κατέληξαν, στην αποσύνδεση των επιδοτήσεων, από την παραγωγή. Όλα αυτά τα χρόνια είχαμε οδηγηθεί, σε υπερπαραγωγή άχρηστων προϊόντων, που πετιόντουσαν. Ας θυμηθούμε το πλεόνασμα ζάχαρης, μοσχαρίσιου κρέατος και γαλακτοκομικών, με πολλά λιπαρά, τρόφιμα εντελώς ασύμβατα, με την υγιεινή διατροφή.
Η αναθεώρηση του 2003 ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά όχι αρκετά τολμηρή. Το 2008 και το 2009, έγιναν προτάσεις να μεταφερθούν χρήματα, στις άλλες παραμέτρους της Κ.Α.Π. (που αναφέρονται, ακριβώς, παρακάτω), αλλά και στην ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών, που απαιτεί περισσότερα μέτρα, και όχι μόνον την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής.
Η Κ.Α.Π. είναι μια μεγάλη και σύνθετη Ευρωπαϊκή Πολιτική, που περιλαμβάνει την αγροτική ανάπτυξη, την υγιεινή των τροφίμων, την ασφάλεια των τροφίμων, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της αγροτικής παραγωγής. Όλα αυτά επηρεάζουν, τελικά, τις τιμές, που πληρώνουμε οι καταναλωτές, για τα τρόφιμά μας. Παρόλες, όμως, τις αναθεωρήσεις της, η Κ.Α.Π. εξακολουθεί να παραμένει ένα σύστημα υποστήριξης τιμών και να χρησιμοποιεί ξεπερασμένα εργαλεία, όπως, τις κρατικές παρεμβάσεις, ποσοστώσεις, ελεγχόμενες καλλιέργειες, δασμούς στα εισαγόμενα τρόφιμα και επιδοτήσεις των εξαγωγών των τροφίμων. Για τους λόγους αυτούς, οι καταναλωτές επικρίνουμε την Κ.Α.Π. ότι είναι υπερβολικά εστιασμένη στην παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων, υπερβολικά ακριβή και αναποτελεσματική, υποστηρίζει τη μη βιώσιμη παραγωγή, την παραγωγή ποσότητας και όχι ποιότητας και βλάπτει τους αγρότες των τρίτων χωρών, καταδικάζοντάς τους, στη φτώχεια ή στη μετανάστευση.
Σήμερα, ελπίζουμε ότι η αναθεώρηση της Κ.Α.Π. θα προχωρήσει, ακόμη περισσότερο και θα λάβει υπόψη της ότι τα αγροτικά προϊόντα παράγονται, για να καταναλωθούν, άρα οι καταναλωτές έχουμε λόγο και πρέπει οι απαιτήσεις μας να ληφθούν υπόψη.
Κατ’ αρχάς, η Κ.Α.Π. πρέπει να παραμείνει, ως Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική, για να διασφαλιστεί, ότι η αγορά δε θα στρεβλωθεί, από εθνικές πολιτικές. Αλλά, πρέπει να τονίσουμε ότι οι καταναλωτές περιμένουμε μια πολιτική, που θα ανταποκρίνεται, περισσότερο, στις ανάγκες μας και στις επιθυμίες μας, μια πολιτική, που θα προάγει το κοινό καλό όλων των Ευρωπαίων πολιτών, μια πολιτική, που δε θα βλάπτει τους αγρότες, στις τρίτες χώρες, μια πολιτική που θα εστιάζει, λιγότερο, στα μεγάλα αγροτικά συμφέροντα και περισσότερο στους μικρούς πραγματικούς αγρότες. Η σημερινή Κ.Α.Π. παραμένει μια υποστηρικτική πολιτική των όποιων καλλιεργειών και δεν αποτελεί κίνητρο, για βιώσιμη παραγωγή τροφίμων, προστασία του περιβάλλοντος και της αγροτικής πολιτικής. Αυτό πρέπει να αλλάξει. Σήμερα η Κ.Α.Π. δεν είναι βιώσιμη, οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Τα χρήματα της Κ.Α.Π. πρέπει να ξοδεύονται, για την προώθηση καλύτερων και βιώσιμων αγροτικών πρακτικών, προστασία του περιβάλλοντος, αγροτική ανάπτυξη, καλή μεταχείριση των ζώων, καλύτερη ποιότητα και ασφάλεια τροφίμων και δημιουργία περισσότερων επιλογών, για τους καταναλωτές. Η Κ.Α.Π. πρέπει να στρέψει την προσοχή της και σε άλλα θέματα όχι μόνο στην παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων τροφίμων.
Οι επιδοτήσεις και οι οποιεσδήποτε ενισχύσεις, για την εξαγωγή τροφίμων, πρέπει να καταργηθούν. Δεν είναι δυνατόν να επιδοτούμε τα τρόφιμα, για να τα εξάγουμε, σε τιμές χαμηλότερες του κόστους, σε τρίτες χώρες, καταστρέφοντας, έτσι την Ευρωπαϊκή Οικονομία και την παραγωγή, στις τρίτες χώρες. Η Κ.Α.Π. πρέπει, επιτέλους να ασχοληθεί, με όλη την αλυσίδα διατροφής. Πρέπει, επιτέλους να εξασφαλιστεί ένα αξιοπρεπές εισόδημα, για τους αγρότες, αλλά ταυτόχρονα και λογικές τιμές, για τους καταναλωτές. Τιμές, δηλαδή, που θα συνδέονται, με το πραγματικό κόστος και όχι με «αεριτζήδικες φούσκες». Είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε πως διαμορφώνονται οι τιμές, από το χωράφι, μέχρι το ράφι.
Η Κ.Α.Π. πρέπει να έρθει κοντύτερα, στις πραγματικές διατροφικές συνήθειες και ανάγκες. Πρέπει να συνοδευτεί και από μια Κοινή Διατροφική Πολιτική. Ο ρόλος της αγροτικής παραγωγής, στην κατανάλωση ενέργειας και στην εκπομπή ρύπων πρέπει να εξεταστεί, με προσοχή και να αποτελέσει βασικό κομμάτι της Κ.Α.Π. Ο σχεδιασμός της νέας Κ.Α.Π. πρέπει να εξετάζει τα οικονομικά στοιχεία και να λαμβάνει υπόψη του το λόγο κόστος προς όφελος.
Η άποψη του ΚΕ.Π.ΚΑ., για την Κ.Α.Π. συνδιαμορφώθηκε, μέσα από διαβούλευση, με τις υπόλοιπες ενώσεις καταναλωτών της Ευρώπης, με το συντονισμό της BEUC (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Ενώσεων Καταναλωτών). Η αναλυτική μας άποψη βρίσκεται, στη διεύθυνση:
http://kepka.org/index.php?option=com_content&task=view&id=1281&Itemid=166
Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, στο οποίο αποστείλαμε τις απόψεις μας, μας ευχαρίστησε, για τις απόψεις μας και μας ενημέρωσε ότι οι απόψεις μας θα ληφθούν υπόψη και θα κάνει το καλύτερο δυνατό, ώστε η νέα Κ.Α.Π. να ανταποκρίνεται, στις ανάγκες του αγροτικού χώρου αλλά και στις ανάγκες και προσδοκίες των καταναλωτών.